- όροφος
- ο (Α ὄροφος)νεοελλ.1. τμήμα οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές, το οποίο αποτελείται από σύνολο δωματίων και διαμερισμάτων που έχουν στο ίδιο επίπεδο το δάπεδο και στο ίδιο ύψος την οροφή τους, πάτωμα κτηρίου2. καθένα από τα τμήματα-συστήματα πυραυλικής πρόωσης το οποίο τοποθετείται το ένα πάνω στο άλλο, συγκροτώντας το σώμα τού πυραύλου, και που πυροδοτείται το ένα μετά το άλλο και απορρίπτεται αφού εξαντλήσει τα καύσιμά του κατά την πτήση3. φρ. «ιδιοκτησία κατά όροφο» — η οριζόντια ιδιοκτησίααρχ.1. είδος καλάμου το οποίο χρησιμοποιούσαν για την επιστέγαση τών σπιτιών2. οροφή, στέγη οικήματος3. η σκεπή, το κάλυμμα άμαξας («τῆς ἁμάξης τοὺς βοῡς... ἐς τὸν ὄροφον ἀνέρριψεν», Παυσ.)4. φρ. «ὄροφοι Φοίβου» — ο ναός τού Απόλλωνος (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ἐρέφω*].
Dictionary of Greek. 2013.